καθαιρέτης: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui renverse, destructeur.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιρέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui renverse, destructeur.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καθαιρέτης]], ὁ, θηλ. καθαιρέτις, -ιδος (AM) [[καθαιρώ]]<br />[[ανατροπέας]], αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («[[καθαιρέτης]] πολεμίων», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}