καματώδης: Difference between revisions

21
(Bailly1_3)
(21)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
}}
{{Slater
|sltr=[[καματώδης]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fatiguing]] καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.
}}
}}