ἱκέσιος: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;<br /><b>2</b> protecteur des suppliants;<br /><b>3</b> suppliant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de suppliant : ἱκέσιαι λιταί SOPH prières de suppliants;<br /><b>2</b> protecteur des suppliants;<br /><b>3</b> suppliant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκέτης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ο (ΑΜ [[ἱκέσιος]], -ον, θηλ. και -ία) [[ικέτης]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ικεσία]]<br />[[δέηση]] ικέτη, [[αίτηση]] βοήθειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ικεσία]]<br />θερμή, ταπεινή [[παράκληση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἱκέσιος</i> (ενν. <i>έμπλαστρος</i>) [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἱκεσία]]<br />[[ικέτευμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από ικέτιδες<br /><b>4.</b> [[ικετευτικός]].
}}
}}