κατασκευαστός: Difference between revisions

19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />arrangé, fait avec art.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατασκευάζω]].
|btext=ή, όν :<br />arrangé, fait avec art.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατασκευαστός]], -ή, -όν) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που [[είναι]] δυνατόν να κατασκευαστεί, ο [[τεχνητός]], [[εκείνος]] που δεν υπάρχει στη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς [[αὐτόμολος]]» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατασκευαστόν</i><br />το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο [[προς]] το απλό και απέριττο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατασκευαστῶς]] (Α)<br />τεχνητά.
}}
}}