κυματοπλήξ: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />battu des flots.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[πλήττω]].
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />battu des flots.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[πλήττω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κυματοπλήξ]], -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ [[κυματοπλήξ]] [[χειμερία]] κλονεῑται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-[[πλήξ]], <i>κωμο</i>-[[πλήξ]]].
}}
}}