ναυπηγία: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />construction de navires <i>ou</i> armement d’une flotte.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />construction de navires <i>ou</i> armement d’une flotte.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ναυπηγία]] και ιων. τ. ναυπηγίη) [[ναυπηγός]]<br />[[ναυπήγηση]], [[κατασκευή]] πλοίων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ναυπηγική [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[επιστήμη]] του ναυπηγού, ο [[κλάδος]] που πραγματεύεται θέματα σχετικά με τη [[ναυπήγηση]].
}}
}}