νεωτερισμός: Difference between revisions

27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />goût <i>ou</i> penchant pour les nouveautés ; innovation, révolution.<br />'''Étymologie:''' [[νεωτερίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />goût <i>ou</i> penchant pour les nouveautés ; innovation, révolution.<br />'''Étymologie:''' [[νεωτερίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νεωτερισμός]]) [[νεωτερίζω]]<br /><b>1.</b> (γενικά) [[ενέργεια]] που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί [[μεταβολή]], [[πρωτοτυπία]] [[καινοτομία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] στη [[σκέψη]], στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, [[υιοθέτηση]] νέων ιδεών ή συστημάτων<br /><b>2.</b> [[μόδα]], [[συρμός]]<br /><b>3.</b> (στο [[εμπόριο]]) [[νέες]] μορφές και νέοι τύποι αγαθών που προσφέρονται στην [[κατανάλωση]] [[κατά]] τις επιταγές της μόδας<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> οι καινοτομίες στην [[αξιοποίηση]] τεχνικών και οικονομικών ιδεών και εφευρέσεων που γίνονται από επιχειρηματίες με σκοπό την [[αύξηση]] της κατανάλωσης τών παραγόμενων ειδών και τών κερδών τους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατάστημα]] νεωτερισμών» — [[παρωχημένος]] όρος για εμπορικά καταστήματα ειδών μόδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στάση]], [[κίνημα]], [[επανάσταση]]<br /><b>2.</b> [[μεταβολή]] στον τρόπο διατροφής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔφορος]] επὶ τῶν νεωτερισμῶν» — [[τίτλος]] δικαστικού υπαλλήλου στη [[Σπάρτη]].
}}
}}