νύκτιος: Difference between revisions

27
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />nocturne.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]].
|btext=α, ον :<br />nocturne.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[νύκτιος]], -ία, -ον)<br />[[νυχτερινός]], [[νυκτερόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το επίθ. πιθ. έχει σχηματιστεί από τα συνθ. σε -[[νύκτιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-[[νύκτιος]], [[ολονύκτιος]])].
}}
}}