παραπλευστέος: Difference between revisions

5
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[παραπλέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[παραπλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπλευστέος:''' -α, -ον, αυτός που πρέπει να πλεύσει δίπλα, σε Στράβ.
}}
}}