παροδικός: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’entrée ; παροδικὸν [[μέλος]] ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’entrée ; παροδικὸν [[μέλος]] ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παροδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πάροδος]]<br />[[περαστικός]], [[πρόσκαιρος]], [[προσωρινός]], αυτός που περνάει [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο του χορού στην [[ορχήστρα]] («παροδικὸν [[μέλος]]» — [[άσμα]] που άδει πρώτο ο [[χορός]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> ο [[σύμφωνος]] [[προς]] την [[χρονοκρατορία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρόδῳ χρώμενος»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παροδική αποκατάστασις» — η [[αποκατάσταση]] ουράνιου σώματος στην πρώτη [[θέση]] ύστερα από μια πλήρη [[περιφορά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροδικώς</i> και <i>παροδικά</i> / <i>παροδικῶς</i> ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο παροδικό, πρόσκαιρα, διαβατικά, εν παρόδω («ὅτι παροδικῶς ἐπιφοιτῶμεν τῇ παρούση ζωῇ», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> σύμφωνα με την [[χρονοκρατορία]].
}}
}}