ὑποβλητέος: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὑποβάλλω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὑποβάλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποβλητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποβληθεί, σε Ξεν.
}}
}}