πτυχή: Difference between revisions

3,277 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πτύξ]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πτύξ]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[πτύξ]], πτυχός, Α<br /><b>1.</b> καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και [[ιδίως]] υφάσματος, [[δίπλα]], [[πτύχωση]] (α. «οι πτυχές της κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ.<br />γ. «δάκρυσι νοτερὸν ἀεὶ πέπλων πρὸς στέρνῳ πτύχα τέγξω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μοιάζει [[κατά]] το [[σχήμα]] με [[δίπλα]] υφάσματος, [[κάθε]] [[κυματοειδής]] ή [[αυλακοειδής]] [[σχηματισμός]] (α. «[[πτυχή]] εδάφους» β. «ἐν πτυχαῑς βίβλων κατεσφραγισμένα», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «κατὰ σπλάγχνων πτυχάς», <b>Ευρ.</b><br />δ. «τίκτουσιν ὑπὸ τὴν κοιλίαν εἰς τὰς πτυχάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεωλ.</b> [[κυματοειδής]] [[σχηματισμός]] που παρατηρείται σε ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα του φλοιού της Γης (α. «[[ισοκλινής]] [[πτυχή]]» β. «κεκλιμένη [[πτυχή]]» γ. «ρηγματωμένη [[πτυχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[κάθε]] [[αναδίπλωση]] υμενώδους, δερματικής ή εγκεφαλικής επιφάνειας («επιγάστρια [[πτυχή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πλευρά]], [[άποψη]] («εξέτασε και ανέλυσε όλες τις πτυχές του προβλήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαράδρα]], [[φαράγγι]] («τέτυκτο κατὰ πτυχὰς Οὐλύμποιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εἰς Κιθαιρῶνος πτυχὰς ἐλθών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> τα φύλλα [[διπλωτής]] θύρας<br /><b>3.</b> [[σανίδα]], [[ιδίως]] πλοίου, στην οποία ήταν γραμμένη η [[ονομασία]] του<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> η [[στροφή]] έντεχνου ποιήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το [[ριζικό]] όν. [[πτύξ]], το οποίο απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις (<b>πρβλ.</b> γεν. <i>πτυχός</i>, δοτ. <i>πτυχί</i> <b>κ.λπ.</b>) [[είναι]], [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], η πρωτόθετη λ., από την οποία παράγεται και το ρ. [[πτύσσω]] (<b>βλ. λ.</b> [[πτύσσω]]). Ο τ. [[πτυχή]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[πτύξ]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>. Από την [[οικογένεια]] τών [[πτυχή]], [[πτύσσω]] προήλθαν διάφοροι τεχνικοί όροι (<b>πρβλ.</b> [[πτύχιον]], [[πτυχίς]])].
}}
}}