προυσελέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. Act. et Pass.</i><br />insulter, outrager, acc..<br />'''Étymologie:''' p. *προϜσελέω, de *προσϜελέω.
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. Act. et Pass.</i><br />insulter, outrager, acc..<br />'''Étymologie:''' p. *προϜσελέω, de *προσϜελέω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προυσελέω:''' κακομεταχειρίζομαι, [[προσβάλλω]], [[προπηλακίζω]], μόνο σε [[δύο]] χωρία, [[ἴσμεν]] ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον, σε Αισχύλ.· οὓς μὲν [[ἴσμεν]] εὐγενεῖς προυσελοῦμεν, υβρίζουμε αυτούς που γνωρίζουμε ότι είναι αριστοκράτες, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}