σκανδάληθρον: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />tige servant de détente à un piège.<br />'''Étymologie:''' [[σκάνδαλον]].
|btext=ου (τό) :<br />tige servant de détente à un piège.<br />'''Étymologie:''' [[σκάνδαλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκανδάληθρον:''' [ᾰ], τό, [[ραβδί]] που τίθεται στην [[παγίδα]], πάνω στο οποίο τοποθετείται το [[δόλωμα]] και που όταν το αγγίζει το ζώο αναπηδά και κλείνει την [[παγίδα]], το [[ελατήριο]], η [[σκανδάλη]] της παγίδας· μεταφ., <i>σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν</i>, στήνοντας παγίδες λόγων, δηλ. εκφέροντας λέξεις-δολώματα, από τις οποίες αρπάζεται ο [[αντίπαλος]] στην επιχειρηματολογία, και [[κατόπιν]] παγιδεύεται και ακυρώνονται έτσι τα επιχειρήματά του, σε Αριστοφ.
}}
}}