ὑλαῖος: Difference between revisions

42
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de bois, de forêt.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
|btext=α, ον :<br />de bois, de forêt.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο [[δάσος]], ή αυτός που ζει στο [[δάσος]], ο [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκύλου<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο [[είναι]] κατασκευασμένο ένα [[αντικείμενο]], ο [[υλικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὑλαία</i> και <i>Ὑλαίη</i><br />[[δασώδης]] [[χώρα]] της Σκυθίας [[κοντά]] στον Βορυσθένη ποταμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
}}