3,273,773
edits
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> resserrement, contraction, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> systole, mouvement de contraction du cœur;<br /><b>2</b> resserrement sur soi-même;<br /><b>3</b> resserrement, restriction <i>en gén.</i><br /><b>4</b> répression;<br /><b>II.</b> abrégement, prononciation brève d’une syllabe longue.<br />'''Étymologie:''' [[συστέλλω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> resserrement, contraction, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> systole, mouvement de contraction du cœur;<br /><b>2</b> resserrement sur soi-même;<br /><b>3</b> resserrement, restriction <i>en gén.</i><br /><b>4</b> répression;<br /><b>II.</b> abrégement, prononciation brève d’une syllabe longue.<br />'''Étymologie:''' [[συστέλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συστέλλω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συστέλλω]], ο [[περιορισμός]] σε όγκο ή σε [[έκταση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύσπαση]] ενός οργάνου του σώματος, όπως λ.χ. της καρδιάς ή της μήτρας, που προκαλεί [[σμίκρυνση]] τών κοιλοτήτων του («[[σφυγμός]] ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ καρδίας καὶ ἀρτηριῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[τροπή]] μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> [[φαινόμενο]] αντίθετο της διαστολής το οποίο συνίσταται στη [[μείωση]] τών γεωμετρικών διαστάσεων τών σωμάτων και οφείλεται στη [[μεταβολή]] της θερμοκρασίας τους («[[συστολή]] τών μετάλλων»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ντροπαλότητα]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> [[διαδικασία]] γενικής φύσεως, η οποία οδηγεί στη [[συμπύκνωση]] μεγάλων μαζών στο Σύμπαν υπό την [[επίδραση]] εσωτερικών δυνάμεων βαρύτητας<br /><b>4.</b> <b>φυσιολ.</b> μυϊκή [[σύσπαση]], [[δηλαδή]] [[βράχυνση]] ενός μυός, ο [[οποίος]] διογκώνεται και σκληραίνει υπό την [[επίδραση]] ενός κατάλληλου ερεθίσματος, [[γεγονός]] που επιτρέπει την [[ανάπτυξη]] μιας δύναμης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συστολή]] τών μηκών»<br /><b>φυσ.</b> [[φαινόμενο]], στα πλαίσια της θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν, σύμφωνα με το οποίο το [[μήκος]] ενός σώματος φαίνεται, όταν μετρείται από έναν κινούμενο παρατηρητή, μικρότερο από την πραγματική [[τιμή]] του, όπως αυτή προσδιορίζεται από έναν ακίνητο σε [[σχέση]] με το [[σώμα]] παρατηρητή<br />β) «[[συστολή]] φλέβας ρευστού»<br /><b>φυσ.</b> [[φαινόμενο]] που συνίσταται στη [[σύσφιγξη]] μιας φλέβας ρευστού το οποίο διαφεύγει από μια μικρή οπή ή από ένα [[ακροφύσιο]] και το οποίο οφείλεται στην επιφανειακή [[τάση]] του ρευστού<br /><b>μσν.</b><br />[[πτώση]] του πυρετού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μείωση]], [[περιστολή]] («συστολῆς μᾱλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῑσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελάττωση]] δαπανών<br /><b>3.</b> [[νηστεία]]<br /><b>4.</b> [[μικροψυχία]]<br /><b>5.</b> το συνεσταλμένο [[σχήμα]] («[[ὥσπερ]] τὰ ἀρχαῑα ἀγάλματα, ὧν [[τέχνη]] ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ ἡ [[ἰσχνότης]]», Δημήτρ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπείνωση]], [[εξευτελισμός]]<br /><b>7.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[μέτρηση]] μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου ως βραχέος φθόγγου [[πριν]] από [[άλλο]] [[φωνήεν]] [[μέσα]] σε [[κείμενο]]. | |||
}} | }} |