Τερμέρειον: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>s.e.</i> [[κακόν]];<br />mal de Terméros, <i>càd</i> mal qu’on s’attire soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[Τέρμερος]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>s.e.</i> [[κακόν]];<br />mal de Terméros, <i>càd</i> mal qu’on s’attire soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[Τέρμερος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Τερμέρειον:''' ή Τερμέριονκακόν, τό, παροιμ., λέγεται για το [[κακό]] το οποίο επισύρει [[κάποιος]] στον εαυτό του· λέγεται ότι προήλθε από κάποιον <i>Τέρμερα</i> ληστή, σε Πλούτ.
}}
}}