ὑποσπανίζομαι: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s’aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]].
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s’aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπεσπανισμένος</i>, είμαι [[ανεπαρκής]] ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[λειψός]], έχω μείνει [[ανεκτέλεστος]], ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.
}}
}}