ὑπερανίσταμαι: Difference between revisions

43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.2</i> ὑπερανέστην <i>et pf.</i> ὑπερανέστηκα;<br />s’élever au-dessus, dominer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], ἀνίσταμαι.
|btext=<i>seul. ao.2</i> ὑπερανέστην <i>et pf.</i> ὑπερανέστηκα;<br />s’élever au-dessus, dominer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], ἀνίσταμαι.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[στέκομαι]] ψηλότερα από τους άλλους, [[προεξέχω]] [[πάνω]] από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.<br />β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φουσκωμένος, [[φαντασμένος]] («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο [[παγώνι]], Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑπερανεστηκός</i><br />η [[έπαρση]], η [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «σηκώνομαι, υψώνομαι»].
}}
}}