φελλεύς: Difference between revisions

2,082 bytes added ,  29 September 2017
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />terrain pierreux et escarpé où l’on mène paître les chèvres.<br />'''Étymologie:''' [[φελλός]].
|btext=έως (ὁ) :<br />terrain pierreux et escarpé où l’on mène paître les chèvres.<br />'''Étymologie:''' [[φελλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> πετρώδες [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φελλεύς</i><br />[[ονομασία]] πετρώδους περιοχής της Αττικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου της αττικής διαλέκτου, αβέβαιης ετυμολ.. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. <i>φελλ</i>-<i>εύς</i> έχει προέλθει από τον τ. [[φελλός]], ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τη γνωστή σπογγώδη και ελαφριά φυτική ύλη όσο και το [[είδος]] του δένδρου από τον φλοιό του οποίου προέρχεται η ύλη αυτή. Με [[βάση]] τις δύο αυτές σημ. της λ. [[φελλός]], <i>ο</i> τ. [[φελλεύς]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει [[είτε]] το ασβεστώδες [[έδαφος]] λόγω της τραχιάς επιφάνειας και της πορώδους σύστασης [[καθώς]] και του χρώματος τών πετρωμάτων αυτών που θυμίζουν φελλό [[είτε]] το κρυσταλλικό [[έδαφος]] όπου ευδοκιμεί αυτό το [[είδος]] του δένδρου. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[φελλεύς]] έχει προέλθει μέσω ενός τ. <i>φελλα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πελhα</i> / <i>πελσα</i>) από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>pels</i>- «[[βράχος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πέλλα]] [II]) προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της παρουσίας του αρκτικού <i>φ</i>- στον τ. [[αλλά]] και της απόδοσης της ΙΕ αυτής ρίζας στην Ελληνική με τον τ. [[πέλλα]] «[[λίθος]]»].
}}
}}