φοιβόληπτος: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />possédé, inspiré de Phœbos.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖβος]], [[ληπτός]].
|btext=ος, ον :<br />possédé, inspiré de Phœbos.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖβος]], [[ληπτός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φοιβόληπτος]], -ον, ΝΑ, και ιων. τ. [[φοιβόλαμπτος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διακατέχεται από ποιητική [[έμπνευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο [[προφητικός]] («τὴν φοιβόληπτον [[χελιδόνα]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυμφό</i>-<i>ληπτος</i>].
}}
}}