φραστήρ: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui indique, explique <i>ou</i> montre.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui indique, explique <i>ou</i> montre.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φραστὴρ ὁδοῡ [ή ὁδῶν]» — [[οδηγός]]<br />β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η [[ηλικία]] ενός ζώου (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>].
}}
}}