μεταξωτός: Difference between revisions

25
(8)
 
(25)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=metacwto/s
|Beta Code=metacwto/s
|Definition=ή, όν, (μέταξα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of silk</b>, ὕφασμα <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>125</span>.</span>
|Definition=ή, όν, (μέταξα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of silk</b>, ὕφασμα <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>125</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μεταξωτός]], -ή, -όν) [[μέταξα]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από [[μετάξι]], ο [[μετάξινος]] ή [[μεταξένιος]] («μεταξωτό [[μαντίλι]]»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταξωτό</i>(<i>ν</i>)<br />ύφασμα ή [[ένδυμα]] από [[μετάξι]] («τόσο πολύ τήν αγαπάει που τήν έντυσε στα μεταξωτά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[απαλός]], [[τρυφερός]], [[λείος]]<br />β) [[φιλάσθενος]], μη μού άπτου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μεταξωτά</i><br /><b>μτφ.</b> το [[χακί]], η [[στολή]] του στρατιωτικού.
}}
}}