ἄγραυλος: Difference between revisions

2
(Autenrieth)
(2)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀγρός]], [[αὐλή]]): [[lying]] in the [[field]] ([[passing]] the [[night]] [[out]]-doors), [[βοῦς]], πόριες, ποιμένες.
|auten=([[ἀγρός]], [[αὐλή]]): [[lying]] in the [[field]] ([[passing]] the [[night]] [[out]]-doors), [[βοῦς]], πόριες, ποιμένες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄγραυλος:''' -ον ([[ἀγρός]], [[αὐλή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[ἄγραυλος]] [[ἀνήρ]], [[αγροίκος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ.
}}
}}