3,276,932
edits
(Autenrieth) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[throat]], [[gullet]]. (Il.) | |auten=[[throat]], [[gullet]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, στον πληθ. και, ετερογενώς, τα [[λαιμά]] (AM [[λαιμός]])<br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του σώματος τών σπονδυλοζώων που ενώνει το [[κεφάλι]] με τους ώμους και το [[στήθος]] και του οποίου ο [[σκελετός]] σχηματίζεται από τους αυχενικούς σπονδύλους («ὁ δέ μιν φθάμενος [[βάλε]] δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το εσωτερικό [[μέρος]] [[αυτού]] του τμήματος του σώματος, που περιλαμβάνει τμήματα από όργανα του αναπνευστικού και του πεπτικού συστήματος, όπως [[είναι]] ο [[λάρυγγας]], ο [[φάρυγγας]], οι [[αμυγδαλές]] (α. «μέ πονούν τα [[λαιμά]] μου» β. «[[οὔπως]] ἄν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν [[ἰείη]] οὐ [[πόσις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> το στενότερο άνω [[τμήμα]] δοχείου ή φιάλης («ο [[λαιμός]] της στάμνας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το μπροστινό [[μέρος]] του λαιμού, σε [[αντιδιαστολή]] με τον τράχηλο, τον αυχένα<br /><b>2.</b> το [[γύρω]] από τον λαιμό στενό [[μέρος]] του ρούχου, το [[περιλαίμιο]] («ο [[λαιμός]] του φορέματος [[είναι]] [[στενός]] και δεν μού μπαίνει»)<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών κεντρικών σημείων τών γενετειρών τών ευθειογενών επιφανειών, αλλ. [[γραμμή]] σύσφιγξης<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> α) το άνω [[λεπτό]] [[μέρος]] του αρχεγονίου διά μέσου του οποίου διέρχεται το ανθηρίδιο για να φθάσει στο [[ωοκύτταρο]]<br />β) το [[μέρος]] του φυτού που ενώνει τη [[ρίζα]] με τον βλαστό και που, πρακτικά, αντιστοιχεί με το [[τμήμα]] που εφάπτεται στο [[έδαφος]]<br /><b>5.</b> εδαφική [[διαμόρφωση]] που μοιάζει με λαιμό («ο [[λαιμός]] της Βουλιαγμένης»)<br /><b>6.</b> το [[τμήμα]] του κορμού του κίονος που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[κιονόκρανο]]<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> α) το ανώτατο [[τμήμα]] της στήλης ιστού που τή συνδέει με το [[επιστήλιο]], κυ. [[κολομπίρι]]<br />β) το [[τμήμα]] του κορμού της άγκυρας από το οποίο αρχίζουν οι βραχίονες<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν [[πάει]] να κόψει τον λαιμό του» ή «ας κόψει τον λαιμό του» — λέγεται από εκείνον που αδιαφορεί για ό,τι πρόκειται να κάνει ή να πάθει [[κάποιος]]<br />β) «μέ πήρε στον λαιμό του» — έγινε [[αίτιος]] να πάθω μεγάλο [[κακό]]<br />γ) «μού κάθεται στον λαιμό» — μού προξενεί [[αντιπάθεια]] και [[αγανάκτηση]]<br />δ) «έβγαλα τον λαιμό μου να σέ [[φωνάζω]]» — σε [[φωνάζω]] τόσες ώρες ώστε βράχνιασα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ. αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τα [[λαιδρός]], [[λαιός]] «[[αριστερός]]» ή [[λαμυρός]], [[λάμια]] δεν φαίνεται πιθ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λαιμάσσω]], [[λαιμίζω]], [[λαιμώσσω]]<br />(<b>αρχ. μσν.</b>) [[λαιμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαιμαριά]], [[λαιμικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λαίμαργος]], [[λαιμητόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαιμοδακής]], [[λαιμοπέδη]] [[λαιμόρρυτος]], [[λαιμότμητος]], [[λαιμοτόμας]], [[λαιμότομος]], [[λαιμοτόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαιμόδεσμος]], [[λαιμοδέτης]], [[λαιμόδετος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[άλαιμος]], [[γυμνόλαιμος]], <i>κοντόλαιμος</i>, [[μακρόλαιμος]], <i>μικρόλαιμος</i>, [[πονόλαιμος]], <i>χοντρόλαιμος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[λαιμός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[λαίμαργος]], [[αδηφάγος]]<br /><b>2.</b> [[αναιδής]], αναίσχυντος<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[λαιμά]]<br />με [[αναίδεια]], αναίσχυντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του [[λαιμώ]]]. | |||
}} | }} |