κτητός: Difference between revisions

22
(Autenrieth)
(22)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[that]] [[may]] be [[acquired]], I 407†.
|auten=[[that]] [[may]] be [[acquired]], I 407†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κτητός]], -ή, -όν (Α) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] κτήσεως, [[επιθυμητός]], αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει [[κάποιος]] («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει αποκτηθεί από κάποιον, που έχει αγοραστεί, που ανήκει στην [[κατοχή]] κάποιου («γυναῑκά τε... κτητήν, οὐ γαμετήν», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
}}