νήριτος: Difference between revisions

27
(Autenrieth)
(27)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[εἰκοσινήριτος]].
|auten=see [[εἰκοσινήριτος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νήριτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[αναρίθμητος]], [[απειράριθμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Νήριτον</i><br />όρος στην Ιθάκη, το σημερινό [[βουνό]] της Ανωγής<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[νηρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. από το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>αρι</i>- που εμφανίζεται στη λ. [[αριθμός]], [[επίσης]] στα ανθρωπωνύμια <i>Ἐπήριτος</i>, <i>Πεδάριτος</i>, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. [[Ἐπάριτοι]] «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -<i>ηριτος</i>) [[εἰκοσινήριτος]].
}}
}}