ἐρίγδουπος: Difference between revisions

14
(SL_1)
(14)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐρίγδουπος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> resounding ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ Δ. 2. 12.
|sltr=[[ἐρίγδουπος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> resounding ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ Δ. 2. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίγδουπος]], -ον (Α)<br />([[κυρίως]] για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο [[βροντώδης]] («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>βλ.</b> και [[ερίδουπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[γδούπος]]].
}}
}}