ἀσύγκλωστος: Difference between revisions

6
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inconexo]] πράγματα Cic.<i>Att</i>.115.17, λόγος Porph.<i>Abst</i>.3.18, Herm.<i>in Phdr</i>.187, ἐξηγήσεις Porph.<i>Chr</i>.39, πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ [[ἀσύμβατος]] Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀσύγκλωστα [[cosas inconexas o incompatibles]] τὰ ἀσύγκλωστα συγκλώσουσιν Phlp.<i>in Ph</i>.34.14, cf. Synes.<i>Ep</i>.41 (p.65).
|dgtxt=-ον<br />[[inconexo]] πράγματα Cic.<i>Att</i>.115.17, λόγος Porph.<i>Abst</i>.3.18, Herm.<i>in Phdr</i>.187, ἐξηγήσεις Porph.<i>Chr</i>.39, πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ [[ἀσύμβατος]] Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀσύγκλωστα [[cosas inconexas o incompatibles]] τὰ ἀσύγκλωστα συγκλώσουσιν Phlp.<i>in Ph</i>.34.14, cf. Synes.<i>Ep</i>.41 (p.65).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσύγκλωστος]], -ον (AM) [[συγκλώθω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κλωστεί κανονικά, ο [[ασύνδετος]]<br /><b>2.</b> ο [[παράταιρος]], ο [[ασυμβίβαστος]].
}}
}}