Ἐννοσίγαιος: Difference between revisions
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
(big3_15) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[Ἐνοσίγαιος]]. | |dgtxt=v. [[Ἐνοσίγαιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἐννοσίγαιος:''' ὁ, Επικ. αντί <i>Ἐνοσί-γαιος</i> ([[ἔνοσις]], [[γαῖα]]), αυτός που σείει τη Γη, επίθ. του Ποσειδώνα, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
[σῐ], ὁ, Ep. for Ἐνοσίγ-,
A Earth-shaker, as a name of Poseidon, Il.13.43,al., Mosch.2.149, Nonn.D.36.126, etc.: ἐνοσί-, Luc.JTr.9.
Spanish (DGE)
v. Ἐνοσίγαιος.
Greek Monotonic
Ἐννοσίγαιος: ὁ, Επικ. αντί Ἐνοσί-γαιος (ἔνοσις, γαῖα), αυτός που σείει τη Γη, επίθ. του Ποσειδώνα, σε Όμηρ.