ἀκατονόμαστος: Difference between revisions

2
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκατωνόμαστος]] Gal.14.740, Gr.Nyss.<i>Tres dei</i> 42.20 (var.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene nombre]] ποιότης Epicur.<i>Fr</i>.[158] 11, θεός Ph.1.630, 2.597, cf. D.H.<i>Comp</i>.21.4, Gal.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[innombrable]], [[que no puede ser nombrado o llamado por su nombre]] del quinto elemento que unido a los otros cuatro forma el mundo, Arist.<i>Fr</i>.27 p.96 Ross, de Dios τῆς ἀρρήτου καὶ ἀκατονομάστου ... ὑποστάσεως τοῦ πατρός Origenes <i>Princ</i>.4.4.1, cf. Gr.Nyss.<i>Tres dei</i> 42.20, de la generación del Hijo, Eus.M.20.1388B.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[anónimamente]] e.e. [[sin nombre de cualidad]] a partir del cual pueda derivarse paronímicamente un término, Elias <i>in Cat</i>.234.12, 235.1, 10, Olymp.<i>in Cat</i>.127.14.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκατωνόμαστος]] Gal.14.740, Gr.Nyss.<i>Tres dei</i> 42.20 (var.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene nombre]] ποιότης Epicur.<i>Fr</i>.[158] 11, θεός Ph.1.630, 2.597, cf. D.H.<i>Comp</i>.21.4, Gal.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[innombrable]], [[que no puede ser nombrado o llamado por su nombre]] del quinto elemento que unido a los otros cuatro forma el mundo, Arist.<i>Fr</i>.27 p.96 Ross, de Dios τῆς ἀρρήτου καὶ ἀκατονομάστου ... ὑποστάσεως τοῦ πατρός Origenes <i>Princ</i>.4.4.1, cf. Gr.Nyss.<i>Tres dei</i> 42.20, de la generación del Hijo, Eus.M.20.1388B.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[anónimamente]] e.e. [[sin nombre de cualidad]] a partir del cual pueda derivarse paronímicamente un término, Elias <i>in Cat</i>.234.12, 235.1, 10, Olymp.<i>in Cat</i>.127.14.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατονόμαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τον καλούμε με τ’ όνομά του<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω της απρέπειας ή της αισχρότητας του<br />«ακατονόμαστα όργια»<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορούμε να κατονομάσουμε λόγω της απεραντοσύνης και του μεγαλείου του (αποδίδεται στον Θεό)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει όνομα, ο [[ανώνυμος]]<br />«Θεὸς [[ἀκατονόμαστος]]» (Φίλ. 1.630)<br /><b>2.</b> «[[ἀκατονόμαστος]] [[χόνδρος]]» — ο [[κρικοειδής]] [[χόνδρος]] του λάρυγγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κατονομάζω]]<br /><i>ο</i> τ. [[ἀκατονόμαστος]], που ακούγεται [[συχνά]], προέρχεται [[είτε]] από εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του <i>ο</i> σε <i>α</i> (λόγω του προηγουμένου <i>α</i>) [[είτε]] από [[αποκατάσταση]] του πλήρους τύπου της προθέσεως [[κατά]] [[χάριν]] της ετυμολογικής διαφάνειας του α' συνθετικού<br /><b>[[πρβλ]].</b> και [[αποθανατίζω]] [[αντί]] [[απαθανατίζω]]].
}}
}}