ἀκέντριστος: Difference between revisions

2
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no aguijado]], [[no domeñado]] Hsch.η 295, <i>EM</i> 432.11G.
|dgtxt=-ον<br />[[no aguijado]], [[no domeñado]] Hsch.η 295, <i>EM</i> 432.11G.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέντριστος]], -ον) [[κεντρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] κεντρωμένος, ο [[αμπόλιαστος]] (αποδίδεται σε δέντρα)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, [[τρύπημα]] με αιχμηρό όργανο<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.
}}
}}