δακρυσίστακτος: Difference between revisions

8
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δακρῠσίστακτος) -ον<br />[[que derrama lágrimas]] δακρυσίστακτον ἀπ' ὄσσων ... λειβομένα ῥέος A.<i>Pr</i>.399.
|dgtxt=(δακρῠσίστακτος) -ον<br />[[que derrama lágrimas]] δακρυσίστακτον ἀπ' ὄσσων ... λειβομένα ῥέος A.<i>Pr</i>.399.
}}
{{grml
|mltxt=[[δακρυσίστακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όποιος στάζει [[πολλά]] δάκρυα<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>δακρυσίστακτα</i><br />με [[πολλά]] δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δάκρυσι</i>, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού <span style="color: red;">+</span> [[στακτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρμασί</i>-<i>δουπος</i>, <i>ναυσί</i>-<i>θοος</i>, <i>ορεσί</i>-<i>τροφος</i>, <i>χερσι</i>-<i>δάμας</i>).
}}
}}