3,274,916
edits
(eksahir) |
(45) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[protector]] | |esgtx=[[protector]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φυλακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[φυλαχτικός]], -ή, -ό, Ν [[φυλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα φυλακτικά</i><br />τα φύλακτρα, η [[αμοιβή]] για τη [[φύλαξη]] εμπορευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί [[κάτι]] («φυλακτικὸς ὑγείας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που παίρνει προφυλάξεις, [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φυλακτικόν</i><br />η [[προθυμία]] για [[προφύλαξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυλακτικῶς</i> ΜΑ<br />με [[προφύλαξη]], με [[προσοχή]]. | |||
}} | }} |