3,274,919
edits
(T22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=λυσιτέλω; (from [[λυσιτελής]], and [[this]] from [[λύω]] to [[pay]], and τά τέλη (cf. [[τέλος]], 2)); (from [[Herodotus]] [[down]]); [[properly]], to [[pay]] the taxes; to [[return]] expenses, [[hence]], to be [[useful]], [[advantageous]]; impersonally, [[λυσιτελεῖ]], it profits; followed by ἤ ([[see]] ἤ, 3f.), it is [[better]]: τίνι; followed by εἰ, Luke 17:2. | |txtha=λυσιτέλω; (from [[λυσιτελής]], and [[this]] from [[λύω]] to [[pay]], and τά τέλη (cf. [[τέλος]], 2)); (from [[Herodotus]] [[down]]); [[properly]], to [[pay]] the taxes; to [[return]] expenses, [[hence]], to be [[useful]], [[advantageous]]; impersonally, [[λυσιτελεῖ]], it profits; followed by ἤ ([[see]] ἤ, 3f.), it is [[better]]: τίνι; followed by εἰ, Luke 17:2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῡσῐτελέω:''' μέλ. <i>λυσιτελήσω</i>, = [[λύω]] [[τέλη]] (βλ. [[λύω]] V)·<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] το οφειλόμενο, [[αποζημιώνω]] και [[έπειτα]] «[[πληρώνω]]», δηλ. [[παρέχω]] [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], με δοτ., <i>λυσιτελεῖ τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.· απρόσ., <i>λυσιτελεῖ μοι</i>, με ωφελεί, είναι καλύτερο για μένα· [[τεθνάναι]] λυσιτελεῖ ἢ [[ζῆν]], είναι καλύτερο να πεθάνει [[κάποιος]] [[παρά]] να ζει, σε Ανδοκ.· λυσιτελεῖ μοι [[ὥσπερ]] [[ἔχω]] ἔχειν, είναι προσφορότερο, καλύτερο για μένα να είμαι όπως είμαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. μτχ., ως ουσ., <i>τὸ λυσιτελοῦν</i>, [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], [[πλεονέκτημα]], στον ίδ., Δημ.· <i>τὰ λυσιτελοῦντα</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |