3,274,216
edits
(T22) |
(26) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μύλου, ὁ (Latin mola; English [[mill]], [[meal]])); 1. a [[mill]]-[[stone]] (Anthol. etc.)): L WH [[μύλινος]], [[which]] [[see]]); [[μύλος]] [[ὀνικός]], L T Tr WH; a [[large]] [[mill]] consisted of [[two]] stones, an [[upper]] and an [[under]] [[one]]; the [[nether]] [[stone]] [[was]] [[stationary]], [[but]] the [[upper]] [[one]] [[was]] turned by an [[ass]], [[whence]] the [[name]] [[μύλος]] [[ὀνικός]].<br /><b class="num">2.</b> equivalent to [[μύλη]], a [[mill]] (Diodorus, Strabo, [[Plutarch]])): L T Tr WH; [[φωνή]] μύλου, the [[noise]] made by a [[mill]], Revelation 18:22. | |txtha=μύλου, ὁ (Latin mola; English [[mill]], [[meal]])); 1. a [[mill]]-[[stone]] (Anthol. etc.)): L WH [[μύλινος]], [[which]] [[see]]); [[μύλος]] [[ὀνικός]], L T Tr WH; a [[large]] [[mill]] consisted of [[two]] stones, an [[upper]] and an [[under]] [[one]]; the [[nether]] [[stone]] [[was]] [[stationary]], [[but]] the [[upper]] [[one]] [[was]] turned by an [[ass]], [[whence]] the [[name]] [[μύλος]] [[ὀνικός]].<br /><b class="num">2.</b> equivalent to [[μύλη]], a [[mill]] (Diodorus, Strabo, [[Plutarch]])): L T Tr WH; [[φωνή]] μύλου, the [[noise]] made by a [[mill]], Revelation 18:22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μύλος]])<br /><b>1.</b> αλεστικό [[μηχάνημα]] που αποτελείται από δύο μεγάλους λίθινους δίσκους, από τους οποίους ο [[ένας]] παραμένει [[ακίνητος]] σε οριζόντια [[θέση]], ενώ ο [[άλλος]] στρέφεται [[γύρω]] από άξονα [[πάνω]] από αυτόν [[είτε]] με το [[χέρι]] [[είτε]] με τροχούς που φέρουν πτερύγια κινούμενα κυκλικώς με ροή νερού ή με [[ρεύμα]] αέρα ή, [[τέλος]], με κινητήρια [[δύναμη]] παραγόμενη από [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> παρόμοια [[μηχανή]] για [[θρυμμάτισμα]] σκληρών πραγμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οποιαδήποτε μεταλλική [[συσκευή]] με κύλινδρο, ο [[οποίος]] κινείται με [[στρόφαλο]] και χρησιμεύει για κονιορτοποίηση ή [[λειοτρίβηση]] [[κόκκων]] ή [[πολτοποίηση]] μαλακών υλών (α. «[[μύλος]] του [[καφέ]]» β. «[[μύλος]] του κρέατος»)<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]] για [[άντληση]] ή [[άρση]] το οποίο λειτουργεί με πτερυγιοφόρο τροχό που περιστρέφεται από τον άνεμο ή από τη ροή νερού, ανεμαντλία ή [[υδροστρόβιλος]]<br /><b>3.</b> παιδικό [[παιχνίδι]] που έχει διατεταγμένα σε ακτινοειδή [[διάταξη]] πτερύγια, τα οποία περιστρέφονται από την [[πνοή]] του ανέμου ή με [[φύσημα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] περιστρεφόμενου πυροτεχνήματος, πυροστροβιλος<br /><b>5.</b> το ποώδες [[φυτό]] ουρόσπερμο το πικροειδές<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αλέθει καλά ο [[μύλος]] του» — έχει [[γερά]] δόντια ή γερό [[στομάχι]]<br />β) «έγινε [[μύλος]]» — έγινε [[μεγάλη]] [[αναταραχή]], έγινε [[μπέρδεμα]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> α) «το [[σιτάρι]] γυρίζει, απογυρίζει, στο μύλο θα [[πάει]]» — οι άπιστοι σύζυγοι επιστρέφουν στο [[σπίτι]] τους [[μετά]] τις απιστίες τους<br />β) «σαν την [[κάτω]] [[πέτρα]] του μύλου» — λέγεται για οκνηρούς ανθρώπους<br />γ) «[[δίχως]] [[νερό]] ο [[μύλος]] δεν αλέθει» — [[χωρίς]] τα αναγκαία [[μέσα]] δεν επιτυγχάνεται [[τίποτε]]<br />δ) «ο [[καλός]] ο [[μύλος]] όλα τά αλέθει» — λέγεται για υγιές [[στομάχι]] που χωνεύει εύκολα όλες τις τροφές<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) το [[κτήριο]] όπου λειτουργεί το αλεστικό [[μηχάνημα]] («οι μύλοι της Μυκόνου»)<br />(μσν. -αρχ.) [[μυλίτης]] [[λίθος]], [[μυλόπετρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ογκώδης]] [[λίθος]], [[κοτρώνα]]<br /><b>2.</b> κυλινδροειδές μεταλλικό [[αντικείμενο]] με [[σχήμα]] μικρής ράβδου<br /><b>3.</b> [[γομφίος]], [[μυλόδους]], [[τραπεζίτης]]<br /><b>4.</b> [[σαρκώδης]] όγκος της μήτρας ο [[οποίος]] παρατηρείται [[κατά]] την [[κύηση]], η [[μύλη]]<br /><b>5.</b> το [[ψάρι]] [[μύλλος]], το [[μυλοκόπι]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «ὀψὲ τῶν θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά» — λεγόταν για να δηλώσει ότι αυτοί που αδίκησαν τιμωρούνται, [[έστω]] και [[αργά]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[μύλος]] [[ὀνικός]]» — ο όνος, δηλ. το [[επάνω]] [[μέρος]] του μύλου, η περιστρεφόμενη κυλινδρική [[πέτρα]] του μύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μύλη]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>]. | |||
}} | }} |