Anonymous

κραυγή: Difference between revisions

From LSJ
2,576 bytes added ,  29 September 2017
21
(T22)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κραυγῆς, ἡ (cf. κραζο; on its classical [[use]] [[see]] Schmidt, Syn. i., [[chapter]] 3 § 4; from [[Euripides]] [[down]]). The Sept. for זְעָקָה, צְעָקָה, שַׁוְעָה, תְּרוּעָה, etc.; a [[crying]], [[outcry]], clamor: T WH Tr [[text]]; R G in Revelation 21:4.
|txtha=κραυγῆς, ἡ (cf. κραζο; on its classical [[use]] [[see]] Schmidt, Syn. i., [[chapter]] 3 § 4; from [[Euripides]] [[down]]). The Sept. for זְעָקָה, צְעָקָה, שַׁוְעָה, תְּרוּעָה, etc.; a [[crying]], [[outcry]], clamor: T WH Tr [[text]]; R G in Revelation 21:4.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κραυγή]])<br /><b>1.</b> έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή [[φωνή]] (α. «[[μόλις]] άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους ἀπελαύνειν ἀπὸ τοῡ βήματος ταῑς κραυγαῑς», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (για [[σκύλο]]) [[γάβγισμα]]<br /><b>3.</b> (για κόρακα) [[κρωγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> παιδική [[ασθένεια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «κραυγὴ Καλλιόπης» — λέγεται ως [[παράδειγμα]] ακαλαισθησίας<br />β. «κραυγὴν [[τίθημι]]» ή «κραυγὴν [[ἵστημι]]» ή «κραυγὴν ποιῶ» ή «κραυγῆ χρῶμαι» — [[κραυγάζω]], [[βάζω]] τις φωνές, [[βγάζω]] κραυγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[σχηματισμός]] της λ. οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], [[οπότε]] ανάγεται πιθ. σε παρεκτεταμένο τ. <i>kraug</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «ηχομίμηση βραχνών κραυγών πτηνών») και συνδέεται με [[κόραξ]], [[κορώνη]], [[κράζω]] και με λ. γερμανικές και βαλτοσλαβικές, <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. νορβ. <i>hraukr</i> «[[κραυγός]]», γοτθ. <i>hr</i><i>ū</i><i>k</i> «[[φωνή]] του κόκορα», λιθουαν. <i>kraukiu</i> «[[κρώζω]]», ρωσ. <i>kruk</i> «[[κόρακας]]», αρχ. ινδ. <i>krośati</i> «[[κραυγάζω]]». Το [[θέμα]] της λ. <i>κραυγ</i>- εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια <i>Κραῡγις</i>, <i>Κραυξίδας</i>, <i>Κραυγαλίδαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κραυγάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραύγαζος]], [[κραυγανώμαι]], [[κραυγάρης]], [[κραυγίας]], [[κραυγός]], <i>κραυγόν</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κραύγασος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κραυγμός]]].
}}
}}