3,274,498
edits
(T22) |
(41) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τραχήλου, ὁ ([[allied]] [[with]] [[τρέχω]]; named from its movableness; cf. Vanicek, p. 304),fr. [[Euripides]], and [[Aristophanes]] [[down]], the Sept. [[chiefly]] for צַוָּאר, [[also]] for עֹרֶף, etc., the [[neck]]: [[τόν]] [[ἑαυτοῦ]] τράχηλον ὑποτιθεναι ([[namely]], [[ὑπό]] [[τόν]] [[σίδηρον]]) (A. V. to [[lay]] [[down]] [[one]]'s [[own]] [[neck]] i. e.) to be [[ready]] to incur the [[most]] [[imminent]] [[peril]] to [[life]], Romans 16:4. | |txtha=τραχήλου, ὁ ([[allied]] [[with]] [[τρέχω]]; named from its movableness; cf. Vanicek, p. 304),fr. [[Euripides]], and [[Aristophanes]] [[down]], the Sept. [[chiefly]] for צַוָּאר, [[also]] for עֹרֶף, etc., the [[neck]]: [[τόν]] [[ἑαυτοῦ]] τράχηλον ὑποτιθεναι ([[namely]], [[ὑπό]] [[τόν]] [[σίδηρον]]) (A. V. to [[lay]] [[down]] [[one]]'s [[own]] [[neck]] i. e.) to be [[ready]] to incur the [[most]] [[imminent]] [[peril]] to [[life]], Romans 16:4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράχαλος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α<br /><b>1.</b> το στενό και κυλινδρικό [[τμήμα]] του σώματος το οποίο συνενώνει την [[κεφαλή]] με τον κορμό, ο [[λαιμός]] [[μαζί]] με τον αυχένα<br /><b>2.</b> [[αυχένας]], [[σβέρκος]] («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>3.</b> το στενό [[τμήμα]] διαφόρων σπλάγχνων ή και οστών («[[τράχηλος]] της κύστεως», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (τροφ.-τεχνολ.) [[τεμάχιο]] χονδρικής πώλησης από την αντίστοιχη [[περιοχή]] του σφαγίου τών βοοειδών<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[τμήμα]] της στήλης ιστού ή του επιστηλίου όπου προσδένονται οι επίτονοι ή οι [[πρότονοι]], κν. το [[μέρος]] της καπελαδούρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[τράχηλος]] της μήτρας» — το [[κάτω]] στενό [[μέρος]] της μήτρας, του οποίου το έξω [[στόμιο]] ανοίγεται στον [[κόλπο]]<br />β) «[[κάθομαι]] στον τράχηλο κάποιου» — [[καταδυναστεύω]] κάποιον, του [[κάθομαι]] στον σβέρκο<br />γ) «[[σκύβω]] τον τράχηλο σε κάποιον» — [[υπακούω]] αδιαμαρτύρητα, [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το στενόμακρο [[τμήμα]] δοχείων [[μεταξύ]] στομίου και κύριου σώματος, ο [[λαιμός]] («[[τράχηλος]] [[πίθων]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι σάρκες [[γύρω]] από τον λαιμό<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με τον τράχηλο, [[κυρίως]] ως [[προς]] το [[σχήμα]], όπως λ.χ. το ανώτατο [[τμήμα]] της πορφύρας ή [[τμήμα]] του σώματος του σκαθαριού ή το στενόμακρο [[τμήμα]] της κοιλιάς ή, [[ακόμη]], ο [[λαιμός]] του αγγουριού<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> το μεσαίο [[τμήμα]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηλ</i>-<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαμφ</i>-<i>ηλ</i>-<i>αί</i>) και μπορεί να αναχθεί στην [[οικογένεια]] του ρ. [[τρέχω]], μέσω μιας αρχικής σημ. «[[τμήμα]] του σώματος που γυρίζει, που στρέφεται» (για τη σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]] <b>πρβλ.</b> τα ζεύγη αρχ. σλαβ. <i>vratŭ</i> «[[τράχηλος]]»: <i>vratiti</i> «[[γυρίζω]], [[στρέφω]]», λιθουαν. <i>k</i><i>ā</i><i>klas</i> «[[τράχηλος]]»: ελλ. [[κύκλος]]). Το -<i>α</i>- του τ. [[τράχηλος]] μπορεί να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] αντιπροσώπευσης της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]], [[είναι]], όμως, [[εξίσου]] πιθανό ότι πρόκειται για το -<i>α</i>- που απαντά και σε άλλους τ. του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]], [[σκάπτω]], [[τραυλός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τραχηλιαίος]], [[τραχηλίζω]], [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχήλια]], [[τραχηλιμαίος]], [[τραχήλιον]], [[τραχήλιος]], [[τραχηλίς]], [[τραχηλιώδης]], [[τραχηλιώτης]], [[τραχηλώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραχηλιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχηλιάζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάς]], [[τραχηλιά]](-<i>έα</i>), [[τραχήλωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάτος]], [[τραχήλης]], [[τραχήλι]], [[τραχηλίτιδα]], [[τραχηλώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[τραχηλάγχη]], [[τραχηλοδεσμότης]], [[τραχηλοειδής]], [[τραχηλοκοπώ]], [[τραχηλόσιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχηλοκάκκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάγρα]], [[τραχηλαλγία]], [[τραχηλαιμάτωμα]], [[τραχηλόδεσμος]], [[τραχηλοπηξία]], [[τραχηλορραφία]], [[τραχηλόσπερμο]], [[τραχηλοτομία]]. (Β' συνθετικό) [[ατράχηλος]], [[λεπτοτράχηλος]], [[μεγαλοτράχηλος]], [[σκληροτράχηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιτράχηλος]], [[βραχυτράχηλος]], [[ετεροτράχηλος]], [[ευθυτράχηλος]], [[ευτράχηλος]], [[κακοτράχηλος]], [[καλοτράχηλος]], [[κολοβοτράχηλος]], [[λευκοτράχηλος]], [[λιθοτράχηλος]], [[μακροτράχηλος]], [[μικροτράχηλος]], [[παρατράχηλος]], [[παχυτράχηλος]], [[περιτράχηλος]], [[πολυτράχηλος]], [[σιμοτράχηλος]], [[στενοτράχηλος]], [[συντράχηλος]], [[υγροτράχηλος]], [[υποτράχηλος]], [[υψηλοτράχηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαρμαροτράχηλος]], <i>χονδροτράχηλος</i>]. | |||
}} | }} |