ψογερός: Difference between revisions

6
(47c)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, ΜΑ<br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) (στην αρχ. [[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, [[φιλοκατήγορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο αξιόμεμπτος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψογερῶς</i> ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />με [[επίρριψη]] μομφής<br /><b>αρχ.</b><br />με αξιόμεμπτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψόγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φλογ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ά, -όν, ΜΑ<br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) (στην αρχ. [[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, [[φιλοκατήγορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο αξιόμεμπτος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψογερῶς</i> ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />με [[επίρριψη]] μομφής<br /><b>αρχ.</b><br />με αξιόμεμπτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψόγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φλογ</i>-<i>ερός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψογερός:''' -ά, -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[επικριτικός]], [[φιλοκατήγορος]], σε Πίνδ.
}}
}}