ὠμόδροπος: Difference between revisions

6
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρέπω]] «[[κόβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>δροπος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρέπω]] «[[κόβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>δροπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠμόδροπος:''' ον ([[δρέπω]]), αυτός που συλλέγεται [[πριν]] ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων [[προπάροιθεν]], λέγεται για εκείνον που δρέπει τα [[πρώτα]] νεαρά [[άνθη]] της [[παρθενίας]] [[πριν]] το γάμο, σε Αισχύλ.
}}
}}