αγαθόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγαθόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, [[καλοπροαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγαθόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, [[καλοπροαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαθὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[φρήν]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγαθόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + φρήν.