3,277,243
edits
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδικαιολόγητος]], -ον) [[δικαιολογῶ]]<br />αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τον δικαιολογήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυγχώρητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδικαιολόγητος]], -ον) [[δικαιολογῶ]]<br />αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τον δικαιολογήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> ο [[ασυγχώρητος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====inexcusable=== | |||
Catalan: inexcusable; Czech: neomluvitelný; Danish: utilgivelig; Finnish: anteeksiantamaton; French: [[inexcusable]]; Galician: inescusable, inescusábel; German: [[unentschuldbar]]; Greek: [[αδικαιολόγητος]]; Ancient Greek: [[ἀναπολόγητος]]; Hungarian: megbocsáthatatlan; Irish: doleithscéil; Italian: [[inescusabile]]; Latin: [[inexcusabilis]]; Polish: niewybaczalny; Portuguese: [[inescusável]], [[indesculpável]]; Spanish: [[inexcusable]]; Welsh: anesgusodol | |||
}} | }} |