βαρβαρώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες [[bárbaro]] Sch.Ar.<i>Pax</i> 753, Tz.<i>H</i>.4.600. | |dgtxt=-ες [[bárbaro]] Sch.Ar.<i>Pax</i> 753, Tz.<i>H</i>.4.600. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαρβαρώδης]], -ες (Μ) [[βάρβαρος]]<br />[[βάρβαρος]] στους τρόπους ή στο [[είδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A barbaric, Sch.Ar.Pax752: Comp., Tz.H.4.601.
German (Pape)
[Seite 433] ες, barbarisch, Schol. Ar. Pax 752.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβαρώδης: -ες, (εἶδος) βαρβαρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753.
Spanish (DGE)
-ες bárbaro Sch.Ar.Pax 753, Tz.H.4.600.
Greek Monolingual
βαρβαρώδης, -ες (Μ) βάρβαρος
βάρβαρος στους τρόπους ή στο είδος.