γελοιαστικός: Difference between revisions

8
(big3_9)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[cómico]], [[divertido]] τὸ γ. τοῦ Ἴρου καὶ τοῦ ξείνου ἐπεισόδιον Eust.1837.8.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[cómico]], [[divertido]] τὸ γ. τοῦ Ἴρου καὶ τοῦ ξείνου ἐπεισόδιον Eust.1837.8.
}}
{{grml
|mltxt=[[γελοιαστικός]], -ή, -όν (Μ) [[γελοιάζω]]<br />αυτός που προκαλεί γέλια, ο [[αστείος]].
}}
}}