εἴσκειμαι: Difference between revisions

10
(6_22)
(10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἴσκειμαι''': ὡς παθ. τοῦ [[εἰστίθημι]], εἶμαι τιθειμένος [[ἐντός]], [[ἔγκειμαι]], [[ἐπειδὴ]] δὲ αἱ [[νῆες]] πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. [[ἔγκειμαι]] Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.
|lstext='''εἴσκειμαι''': ὡς παθ. τοῦ [[εἰστίθημι]], εἶμαι τιθειμένος [[ἐντός]], [[ἔγκειμαι]], [[ἐπειδὴ]] δὲ αἱ [[νῆες]] πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. [[ἔγκειμαι]] Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἴσκειμαι]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] τοποθετημένος [[μέσα]].
}}
}}