ψυκτικός: Difference between revisions

47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rafraîchissant;<br /><i>Sp.</i> ψυκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ψύχω]].
|btext=ή, όν :<br />rafraîchissant;<br /><i>Sp.</i> ψυκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ψύχω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ψύχω]] (II)]<br />αυτός που επιφέρει ή προκαλεί [[ψύξη]] (α. «ψυκτικά μηχανήματα» — οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις<br />β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ψυκτικός]]<br />[[τεχνίτης]] ειδικευμένος στην [[κατασκευή]] ή την [[επισκευή]] ψυκτικών εγκαταστάσεων και συσκευών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ψυκτική [[εγκατάσταση]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[εγκατάσταση]] που περιλαμβάνει ψυκτικούς θαλάμους και ψυκτικά μηχανήματα σε συνδυασμό με τα σχετικά βοηθητικά όργανα και η οποία χρησιμεύει για τη [[συντήρηση]] σε χαμηλές θερμοκρασίες ευαλλοίωτων τροφίμων, φαρμακευτικών κ.ά. προϊόντων<br />β) «ψυκτική [[μηχανή]]»<br /><b>φυσ.</b> [[μηχανή]] που απορροφά τη [[θερμότητα]] από μια ψυχρή [[δεξαμενή]] θερμότητας για να τήν αποδώσει στη [[συνέχεια]] σε [[άλλη]] [[δεξαμενή]] θερμότητας, η οποία όμως έχει υψηλότερη [[θερμοκρασία]]<br />γ) «ψυκτικό [[υγρό]]»<br /><b>τεχνολ.</b> εξαιρετικά πτητικό [[υγρό]] το οποίο μέσω της εξαέρωσής του επιφέρει [[ψύξη]] στις ψυκτικές εγκαταστάσεις<br />δ) «[[ψυκτικός]] [[θάλαμος]]»<br /><b>τεχνολ.</b> ο [[χώρος]] κατάψυξης σε μια [[συσκευή]] ή [[εγκατάσταση]]<br />ε) «ψυκτικά μίγματα»<br /><b>τεχνολ.</b> μίγματα ουσιών με τα οποία επιτυγχάνεται παρατεταμένος [[υποβιβασμός]] της θερμοκρασίας του χώρου στον οποίο βρίσκονται<br />στ) «ψυκτική [[ισχύς]]»<br /><b>(θερμοδ.)</b> η ανά [[μονάδα]] χρόνου αφαιρούμενη μέσω ψυκτικής εγκατάστασης [[ποσότητα]] θερμότητας<br />ζ) «ψυκτικό κύκλο»<br /><b>(θερμοδ.)</b> [[ακολουθία]] θερμοδυναμικών διεργασιών [[κατά]] τις οποίες αφαιρείται [[θερμότητα]] από [[μέσο]] χαμηλής θερμοκρασίας και αποδίδεται σε [[μέσο]] υψηλότερης θερμοκρασίας<br />η) «[[ψυκτικός]] [[συμπιεστήρας]]» — <b>βλ.</b> [[συμπιεστήρας]]<br />θ) «ψυκτικό [[μέσο]]»<br /><b>(θερμοδ.)</b> ρευστό το οποίο υποβάλλεται σε διεργασίες ψυκτικού κύκλου<br />ι) «[[ψυκτικός]] τόννος»<br /><b>μετρολ.</b> [[μονάδα]] ψυκτικής ισχύος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί δυσχέρειες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψυκτικά</i><br />αντιπυρετικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα.
}}
}}