ἐπένδυμα: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement de dessus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπενδύνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement de dessus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπενδύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΝ) [[επενδύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίβλημα]], [[περικάλυμμα]]<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[μονόστιβος]] [[υμένας]] που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό [[σωλήνα]] του νωτιαίου μυελού<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανωφόρι]], [[επενδύτης]].
}}
}}