3,270,341
edits
(6_1) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαφρίζω''': [[βράζω]] τι ἕως οὗ ἀφρίσῃ καὶ ἀφαιρῶ τὸν ἀφρὸν [[αὐτοῦ]], «’ξαφρίζω», ἔστι μέντοι τὸ ὠμὸν ([[μέλι]]) φυσσῶδες... [[ὅθεν]] ἐξηφρισμένῳ δεῖ χρῆσθαι Διοσκ. 2. 101: μεταφ., πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]], πρὶν ἐκβάλῃ τὸν ἀφρὸν τοῦ αἱματηροῦ μένους, ἐκ μεταφορᾶς τῶν δαμαζομένων πώλων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1067· [[μεταβάλλω]] εἰς ἀφρόν, ὑετόν... τῇ σφοδροτέρᾳ τῶν ἀνέμων προσβολῇ ἐξαφρίζων εἰς νιφετὸν μεταπήγνυσι Θεοδώρητ. τ. 4, σ. 334· [[ἀφρίζω]], ἡ κακοποιία... τὰ κύματα θραύουσα οὐκ ἐξαφρίζει εἰς θυμὸν ἀκρατῆ Εὐστ. Πονημάτ. 100. 91. | |lstext='''ἐξαφρίζω''': [[βράζω]] τι ἕως οὗ ἀφρίσῃ καὶ ἀφαιρῶ τὸν ἀφρὸν [[αὐτοῦ]], «’ξαφρίζω», ἔστι μέντοι τὸ ὠμὸν ([[μέλι]]) φυσσῶδες... [[ὅθεν]] ἐξηφρισμένῳ δεῖ χρῆσθαι Διοσκ. 2. 101: μεταφ., πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]], πρὶν ἐκβάλῃ τὸν ἀφρὸν τοῦ αἱματηροῦ μένους, ἐκ μεταφορᾶς τῶν δαμαζομένων πώλων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1067· [[μεταβάλλω]] εἰς ἀφρόν, ὑετόν... τῇ σφοδροτέρᾳ τῶν ἀνέμων προσβολῇ ἐξαφρίζων εἰς νιφετὸν μεταπήγνυσι Θεοδώρητ. τ. 4, σ. 334· [[ἀφρίζω]], ἡ κακοποιία... τὰ κύματα θραύουσα οὐκ ἐξαφρίζει εἰς θυμὸν ἀκρατῆ Εὐστ. Πονημάτ. 100. 91. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξαφρίζω]] (AM [[ἐξαφρίζω]]) [[αφρίζω]]<br />[[αφαιρώ]] τον αφρό που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] υγρού που βράζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφαιρώ]] με δόλο [[ξένα]] πράγματα («ξάφρισε την [[περιουσία]] του συνεταίρου του»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αφρίζω]] υπερβολικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε αφρό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[εξαντλώ]], [[χάνω]] [[κάτι]] αφρίζοντας («πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι [[μένος]]», <b>Αισχ.</b> Αγ.). | |||
}} | }} |