ἐριοκόμος: Difference between revisions

14
(6_14)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριοκόμος''': ὁ, [[ἐριουργός]], μετεγεν.
|lstext='''ἐριοκόμος''': ὁ, [[ἐριουργός]], μετεγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριοκόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατεργάζεται τα έρια, ο [[εριουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έριο]](-<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κομώ]])].
}}
}}