ἑτοιμομεμφής: Difference between revisions

14
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμομεμφής''': -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.
|lstext='''ἑτοιμομεμφής''': -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμομεμφής]], -ές (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να κατηγορήσει, ο φίλο [[κατήγορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-<i>μεμφής</i>].
}}
}}